Ο πρόεδρος των προέδρων

Μιχάλης Μαστρανδρέας ,

Δυστυχώς όμως τούτες τις ώρες το ελληνικό βόλεϊ πενθεί. Και κάθε ένας που ασχολείται με το άθλημα πενθεί και συνάμα κάνει τον λογαριασμό του για αυτά που χρωστάει στον μέγιστο Μιχάλη Μαστρανδρέα. Μας συγκλόνησε η είδηση του θανάτου του. Ηταν από τους ανθρώπους που σου έδιναν την εντύπωση ότι μπορούν να νικήσουν και τον θάνατο. Οτι μπορεί να βρίσκεται αιώνια στη ζωή. Ενας από αυτούς ήταν ο «Μάικ». Μέγαλη ιστορία ο Μαστρανδρέας. Μοναδικό πνεύμα, ξεχωριστό μυαλό, πραγματικός θρύλος. Ο πρόεδρος των προέδρων και των επτά γλωσσών. Μέγιστος σαν παράγοντας και σαν άνθρωπος. Ειλικρινά, θα ήθελα να τον είχα γνωρίσει δεκαετίες πριν, όταν μεγαλουργούσε στον επιχειρηματικό στίβο και ηγούνταν του ελληνισμού στην Αίγυπτο και στην Λιβύη.

Η ζωή του σαν παραμύθι. Είχα την τύχη να μου δώσει την τελευταία του συνέντευξη παρουσία του καλού φίλου και συναδέλφου Σπύρου Βασιλάτου. Δεν θέλαμε να μιλήσουμε μόνο για τη ζωή του ως πρόεδρος της ΕΟΠΕ επί 18 χρόνια αλλά για τον άνθρωπο Μαστρανδρέα. Είχαμε πάει στο σπίτι του στη Ν.Σμύρνη. Είχε ετοιμάσει ανατολίτικες λιχουδιές. Είχε βάλει το κοστούμι του. Ελαμπε από χαρά όχι γιατί θα μας έδινε την συνέντευξη, αλλά επειδή θα είχε την ευκαιρία να θυμηθεί το παρελθόν του. Μας έδειξε σπάνιες φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο μαζί με Πατριάρχες, πρωθυπουργούς, προέδρους χωρών, βασιλιάδων, ξεκουστών εμπόρων και επιχειρηματιών, φημισμένων ανθρώπων της τέχνης. Ο Μαστρανδρέας ήταν ένα από τα τελευταία κομμάτια μιας εποχής που δεν υπάρχει πια αλλά που έμεινε στην ιστορία ως η πιο λαμπρή και η πιο σημαντική για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του ελληνικού Εθνους.

Ως ελάχιστο φόρο τιμής σας παραθέτουμε την συνέντευξη που δημοσιεύτηκε πριν ένα χρόνο στο περιοδικό Volleyball. Να σημειωθεί επίσης ότι τα όσα καταγράφηκαν σε αυτή την συνέντευξη είναι μόνο ένα αποτύπωμα της ζωής του κορυφαίου παράγοντα και ανθρώπου Μιχάλη Μαστρανδρέα:

«Το... παραμύθι ξεκινάει τη χρονιά της γέννησής του, το 1925 κάπου στο Πόρτο Τεουφίκ (κατά κόσμον Σουέζ) της Αιγύπτου πλάι στην Ερυθρά θάλασσα:

«Ο μπαμπάς μου δούλευε στην πετρελαϊκή εταιρία «Σελ» στο Σουέζ. Η καταγωγή του ήταν από τη Σητεία της Κρήτης και της μητέρας μου από την Κάσο και όταν ήμουν σε ηλικία έξι ετών αρρώστησε. Ο γιατρός τής συνέστησε αλλαγή κλίματος. Έτσι, οικογενειακώς από το Σουέζ πήγαμε στην Κάσσο, η οποία τότε ανήκε στην Ιταλία όπως όλα τα Δωδεκάνησα. Πήγα στη β΄ δημοτικού και έμαθα ελληνικά και τα πρώτα ιταλικά. Έχω και το ενδεικτικό εκείνης της χρονιάς...».

Η παραμονή της οικογένειας ήταν σύντομη στην Κάσσο. Δουλειές δεν υπήρχαν και ο πατέρας του, ο κυρ Μανώλης, πήρε την απόφαση να γυρίσουν πίσω στο Πορτ Σάιντ το 1932:

«Μας φιλοξένησε ο αδελφός του πατέρα μου, ο οποίος είχε έξι παιδιά και δούλευε στην κατασκευή της διώρυγας σχεδόν όλη μέρα. Τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Το 1936 ξέσπασε ο Αβυσσινιακός πόλεμος με την Ιταλία. Τότε εγκαταστάθηκε στο Πορτ Σάιντ η εγγλέζικη ναυτική βάση όπου προσελήφθη ο μπαμπάς μου και ανασάναμε οικονομικά. Εγώ και οι τρεις αδελφές μου πήγαμε σε ιδιωτικό σχολείο και το 1943 τελείωσα το Γυμνάσιο όπου κάναμε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, αραβικά, ελληνικά. Πήγα και νυχτερινό σχολείο στα αγγλικά. Ήθελα να σπουδάσω αλλά ήταν σε εξέλιξη ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος και η Ελλάδα είχε κατοχή».

Η ελληνική κοινότητα στο Πορτ Σάιντ ήταν η πιο δυναμική, αφού απαριθμούσε 6.000 μέλη, όμως, το ανήσυχο πνεύμα του «Μάικ» δεν περιοριζόταν: «Ήθελα να φύγω για τη Νότια Αφρική όπου δεν είχε πόλεμο. Ήθελα να σπουδάσω, όμως, η μητέρα μου στεναχωριόταν πολύ και ο πατέρας μου αρρώστησε. Εκείνη την περίοδο έπιασα δουλειά στο εγγλέζικο ναυαρχείο. Έμεινα τέσσερα χρόνια στο γραφείο του εμπορικού ναυτικού, ενώ άλλη μια τετραετία ήμουν διευθυντής σε λέσχες αξιωματικών».

Το 1955, επί Νάσερ, ο Μιχάλης Μαστρανδρέας μετακόμισε στη Λιβύη, αρχικά στην Τρίπολη και μετά στη Βεγγάζη, ως στέλεχος στις λέσχες των εγγλέζων αξιωματικών. Το 1958 βρέθηκαν τα πετρέλαια στη Βεγγάζη και οι ξένες πετρελαϊκές εταιρίες έκαναν μεγάλες επενδύσεις.  Η πόλη στερούνταν υποδομής και ξενοδοχείων και ο «Μάικ» μαζί με έναν φίλο του Κρητικό πήραν τη μεγάλη απόφαση να κάνουν το «Grand Hotel»:

«Βρήκαμε ένα τετραώροφο κτίριο με 42 δωμάτια και αποφασίσαμε να το κάνουμε ξενοδοχείο. Τα οικονομικά μας δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε γενική ανακαίνιση, ενώ βάσει νόμου την πλειοψηφία των μετοχών έπρεπε να είχε Λίβυος πολίτης. Βρήκαμε κάποιον που απλά μας έδωσε το όνομα του, ενώ τα χρήματα που είχαμε έφτασαν για ανακαίνιση μόνο σε μερικά δωμάτια του 1ου ορόφου. Δεν προλάβαμε να τελειώσουμε τις εργασίες και όλα τα δωμάτια γέμισαν. Κάναμε ένα τεράστιο εστιατόριο στο ισόγειο, το οποίο εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης Αμερικάνων και Εγγλέζων που έφταναν από την έρημο. Πιαστήκαμε πολύ καλά οικονομικά και κάναμε σημαντικές γνωριμίες».

Οι δουλειές πήγαιναν εξαιρετικά και το 1961 αποφάσισαν να ανοίξουν και ένα Σούπερ Μάρκετ που έκανε εισαγωγές και του πουλιού το... γάλα. Αυτό ήταν το ξεκίνημα για τη δημιουργία εταιρίας εισαγωγών και η αρχή της ιδέας για παραγωγή της περίφημης Pepsi Cola:

«Είχαμε πάρει τις αντιπροσωπείες από όλες τις γνωστές εταιρίες τροφίμων και ποτών. Μεταξύ αυτών και της Pepsi Cola. Την «Coca Cola», επειδή πινόταν από τους Ισραηλινούς, δεν την ήθελαν οι ντόπιοι και προτιμούσαν την Pepsi. Ένας Ελληνοαμερικανός, ο Στίβενσον, είχε εργοστάσιο Pepsi στην Τρίπολη και δεν προλάβαινε να κάνει παραγωγή. Έτσι, ξεκινήσαμε κι εμείς με ένα μικρό    μηχάνημα στη Βεγγάζη. Δουλεύαμε 24 ώρες το 24ώρο και δεν προλαβαίναμε να εμφιαλώνουμε την ποσότητα που μας ζητούσαν. Μέσα σε έξι μήνες παραγγείλαμε μεγαλύτερα μηχανήματα, κάναμε ολόκληρο εργοστάσιο και βγάλαμε πολλά χρήματα...».

Πολύ πριν «φουντώσουν» οι επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο Μιχάλης Μαστρανδρέας έγινε και πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας στη Βεγγάζη έπειτα από ένα άκρως... ελληνικό περιστατικό:

«Ήμουν ακόμη στη λέσχη αξιωματικών και ο Έλληνας πρόξενος μού είπε: Έλα να αναλάβεις γιατί είναι δύο Κρητικοί οι οποίοι παρότι είναι συνεταίροι σε εισαγωγική εταιρία ξυλείας τσακώνονται για την προεδρεία της κοινότητας με κίνδυνο να τη διαλύσουν. Του είπα πως θα δεχτώ μόνο εάν έχω δίπλα μου δύο ικανούς ανθρώπους που ήθελα. Έναν γιατρό και έναν Ελληνοϊταλό που ένιωθε Έλληνας και ήταν φίλος του Αβέρωφ. Μαζί πορευτήκαμε από το 1958 μέχρι το 1970».

Πέρα από τις επιχειρήσεις, αυτό που ενδιέφερε πάντα τον «Μάικ» ήταν οι επιτυχίες της ελληνικής κοινότητας, αλλά και τα μικρά παιδιά:

«Όταν ανέλαβα πρόεδρος τα σχολεία δεν δίδασκαν ελληνικά και τα ελληνόπουλα είτε δεν πήγαιναν σχολείο, είτε μιλούσαν ιταλικά. Είχαμε μόνο μια εκκλησία που την έχτισε ένας Κρητικός ιερομόναχος το 1897 και η οποία γύρω γύρω, για να προστατεύεται από τις επιδρομές, είχε έξι μέτρα τείχος και δύο μικρά δωματιάκια. Εκεί κάναμε το πρώτο μας Δημοτικό σχολείο και τα γραφεία της κοινότητας. Έτσι, ξεκινήσαμε. Από τις συνδρομές φτάσαμε να έχουμε Γυμνάσιο που λειτουργούσε σε μια βίλα. Συσπειρώσαμε δεκάδες οικογένειες Ελλήνων. Περίπου 250 παιδιά έφυγαν αργότερα, σπούδασαν στην Ελλάδα και σήμερα κατέχουν θέσεις κλειδιά στην κοινωνική ζωή του τόπου. Η δημιουργία και η λειτουργία του ελληνικού σχολείου στην έρημο της Βεγγάζης, ήταν ένα δείγμα για το τι μπορούν να πετύχουν οι Έλληνες του εξωτερικού».

Η ζωή του Μιχάλη Μαστρανδρέα, όπως και όλης της Λιβύης, άλλαξε ριζικά την 1η Σεπτεμβρίου 1970 οπότε εκδηλώθηκε το πραξικόπημα του Καντάφι και η χώρα από τη βασιλεία πέρασε στη δικτατορία:

«Ήμουν στην Ελλάδα για διακοπές όταν μάθαμε τα νέα. Δεν μας άφηναν να γυρίσουμε... Πήγα στον Πειραιά και νοίκιασα ένα καράβι για να πάμε στην Τρίπολη, αλλά δεν μας άφησαν να βγούμε. Αργότερα μας ειδοποίησαν πως είχαμε τρεις ημέρες καιρό να μαζέψουμε τα πράγματα μας και να φύγουμε από τη Λιβύη. Έκαναν εικονικές πωλήσεις στην περιουσία μας, πήραμε κι εμείς ό,τι μπορούσαμε και φύγαμε άρον άρον. Από τότε δεν ξέρω τι απέγιναν ό,τι αφήσαμε... Φαντάζομαι όμως...».

Μετά τα γεγονότα της Λιβύης το δεύτερο δυνατό χτύπημα που δέχτηκε ως επιχειρηματίας, ήταν η αποτυχημένη απόπειρα να γίνει εφοπλιστής:

«Όταν ήρθα στην Ελλάδα από τη Λιβύη ήταν και εδώ πολύ δύσκολα τα πράγματα. Υπήρχε η δικτατορία και φοβόμουν τους Έλληνες για συνεργασίες. Με δύο συνεταίρους αποφασίσαμε να πάρουμε ένα καράβι με σκοπό να γίνουμε εφοπλιστές. Έμεινα 45 μέρες στο Λονδίνο, αγοράσαμε μια μαούνα που έκανε το δρομολόγιο Ολλανδία - Γερμανία, πήραμε το πρώτο μηνιάτικο και ενθουσιαστήκαμε. Ψάχναμε να αποκτήσουμε και δεύτερο καράβι, αλλά στις 33 μέρες η μαούνα βούλιαξε! Βέβαια, την είχαμε ασφαλίσει, αλλά από τότε άρχισε η καταστροφή. Τότε είπα, Μιχάλη, ήρθε η ώρα να σταματήσεις...».

Η τελευταία επιχειρηματική δραστηριότητά του ήταν η δημιουργία του εστιατορίου «Αμέρικαν» στο Σύνταγμα (από το 1973 έως το 1978) περισσότερο για να συντηρεί τις παλιές του γνωριμίες.

ΠΗΓΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
gazzetta.gr

Σχετικά Άρθρα